βούλιασμα

βούλιασμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βούλιασμα" в других словарях:

  • καταβύθιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταβυθίζω, βούλιασμα, καταβύθισμα: Πέτυχαν την καταβύθιση του εχθρικού πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπόντιση — καταπόντιση, η και καταποντισμός, ο καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιασμα, πνίξιμο: Το πλοίο αυτό απέφυγε την καταπόντιση, γιατί είχε καλό κυβερνήτη και πλήρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»