βούλιασμα
Смотреть что такое "βούλιασμα" в других словарях:
καταβύθιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταβυθίζω, βούλιασμα, καταβύθισμα: Πέτυχαν την καταβύθιση του εχθρικού πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπόντιση — καταπόντιση, η και καταποντισμός, ο καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιασμα, πνίξιμο: Το πλοίο αυτό απέφυγε την καταπόντιση, γιατί είχε καλό κυβερνήτη και πλήρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)